καταριέμαι

καταριέμαι
καταριέμαι, καταράστηκα, καταραμένος βλ. πίν. 69
——————
Σημειώσεις:
καταριέμαι : η μτχ. καταραμένος σημαίνει αυτός που αξίζει κατάρες.
Επίσης απαντάται η λόγια μτχ. ενεστώτα καταρώμενος, αλλά και η μτχ. της δημοτικής καταριώντας με ισοδύναμο νόημα (Χειρόγρ. Ρωξάνης, σελ. 20).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταριέμαι — και καταριούμαι καταράστηκα, καταραμένος, εκστομίζω κατάρες: Μη με καταριέσαι, και δεν είμαι εγώ ο ένοχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταριέμαι — και καταργιούμαι και καταρώμαι (AM καταρῶμαι, άομαι) 1. εκφράζω την επιθυμία να πάθει κάποιος κακό, ξεστομίζω κατάρα (α. «μην τόν καταριέσαι γιατί είναι παιδί σου» β. «τῷ δὲ καταρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε ὀπίσσω», Ομ. Οδ.) 2. (μτχ. παθ. παρακμ.)… …   Dictionary of Greek

  • θεορίχνω — καταριέμαι κάποιον με επίκληση τού θεού …   Dictionary of Greek

  • κακοχρονίζω — καταριέμαι κάποιον να περάσει κακή χρονιά, να τού τύχουν βάσανα και συμφορές ή και να πεθάνει …   Dictionary of Greek

  • βλαστημώ — ( άω) (AM βλασφημῶ, έω) 1. εκστομίζω ανόσια, υβριστικά λόγια εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων 2. αναθεματίζω, καταριέμαι μσν. νεοελλ. οικτίρω νεοελλ. 1. βρίζω ή καταριέμαι κάποιον 2. φρ. «βλαστήματα» εκδήλωση στενοχώριας και… …   Dictionary of Greek

  • καταργώ — (I) (AM καταργῶ, έω) συντελώ ώστε να παύσει να ισχύει κάτι, θέτω κάτι εκτός ισχύος, καταλύω, ακυρώνω (α. «η κυβέρνηση κατάργησε το παλιό σύστημα τής φορολογίας» β. «μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῡ θεοῡ καταργήσει», ΚΔ) αρχ. 1. δυσχεραίνω μια… …   Dictionary of Greek

  • παραράομαι — Α καταριέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀράομαι / ἀρῶμαι «προσεύχομαι, καταριέμαι»] …   Dictionary of Greek

  • προσεπαρώμαι — άομαι, Α καταριέμαι περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπαρῶμαι «καταριέμαι»] …   Dictionary of Greek

  • προσκατεύχομαι — Α καταριέμαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κατεύχομαι «προσεύχομαι, καταριέμαι»] …   Dictionary of Greek

  • συνεπαρώμαι — άομαι, Α καταριέμαι μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπαρῶμαι «καταριέμαι, ορκίζομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”