καταριέμαι — και καταριούμαι καταράστηκα, καταραμένος, εκστομίζω κατάρες: Μη με καταριέσαι, και δεν είμαι εγώ ο ένοχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταριέμαι — και καταργιούμαι και καταρώμαι (AM καταρῶμαι, άομαι) 1. εκφράζω την επιθυμία να πάθει κάποιος κακό, ξεστομίζω κατάρα (α. «μην τόν καταριέσαι γιατί είναι παιδί σου» β. «τῷ δὲ καταρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε ὀπίσσω», Ομ. Οδ.) 2. (μτχ. παθ. παρακμ.)… … Dictionary of Greek
θεορίχνω — καταριέμαι κάποιον με επίκληση τού θεού … Dictionary of Greek
κακοχρονίζω — καταριέμαι κάποιον να περάσει κακή χρονιά, να τού τύχουν βάσανα και συμφορές ή και να πεθάνει … Dictionary of Greek
βλαστημώ — ( άω) (AM βλασφημῶ, έω) 1. εκστομίζω ανόσια, υβριστικά λόγια εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων 2. αναθεματίζω, καταριέμαι μσν. νεοελλ. οικτίρω νεοελλ. 1. βρίζω ή καταριέμαι κάποιον 2. φρ. «βλαστήματα» εκδήλωση στενοχώριας και… … Dictionary of Greek
καταργώ — (I) (AM καταργῶ, έω) συντελώ ώστε να παύσει να ισχύει κάτι, θέτω κάτι εκτός ισχύος, καταλύω, ακυρώνω (α. «η κυβέρνηση κατάργησε το παλιό σύστημα τής φορολογίας» β. «μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῡ θεοῡ καταργήσει», ΚΔ) αρχ. 1. δυσχεραίνω μια… … Dictionary of Greek
παραράομαι — Α καταριέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀράομαι / ἀρῶμαι «προσεύχομαι, καταριέμαι»] … Dictionary of Greek
προσεπαρώμαι — άομαι, Α καταριέμαι περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπαρῶμαι «καταριέμαι»] … Dictionary of Greek
προσκατεύχομαι — Α καταριέμαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κατεύχομαι «προσεύχομαι, καταριέμαι»] … Dictionary of Greek
συνεπαρώμαι — άομαι, Α καταριέμαι μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπαρῶμαι «καταριέμαι, ορκίζομαι»] … Dictionary of Greek